Κάποτε και κάπου ζούσε μια κοπέλα. Μια κοπέλα, που δεν ήταν πριγκίπισσα, ούτε φτωχή δίχως στον ήλιο μοίρα. Ζούσε με τους γονείς της σε ένα μικρό σπίτι και τους βοηθούσε πολύ με τις καθημερινές δουλειές. Όταν τελείωνε με τις υποχρεώσεις της, καθόταν στο παράθυρο και βυθίζονταν στις σκέψεις της. Η αλήθεια ήταν πως σκεφτόταν πολύ, για να βρει την αλήθεια.
Μια μέρα, περνούσε από το χωριό ένα παλικάρι, όμορφο πολύ. Σαν είδε την κοπέλα μας στο παραθύρι νόμιζε ότι την ερωτεύτηκε. Πλησίασε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα και ζήτησε από τους γονείς της να την γνωρίσει. Να μην τα πολυλογούμε, ζήτησε να την πάρει μαζί του, στον τόπο τον δικό του. Οι γονείς σαν είδαν να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της κόρης τους η χαρά, δεν είχαν λόγο να αρνηθούν. Και μια και δυο έφυγαν. Όταν, όμως, έφτασαν το παλικάρι κλείδωσε την κοπέλα μέσα στο σπίτι και έφυγε. Γύρισε μόνο την νύχτα στο σπίτι του, για να πέσει να κοιμηθεί. Αυτό γινόταν όλες τις ημέρες και η κακομοίρα η κοπέλα έκλαιγε όλη μέρα κι όλη νύχτα. Την ρωτούσε μόνο αν είχε ετοιμάσει φαγητό ή αν έπλυνε τα ρούχα του. Η κοπέλα ήθελε να φύγει, αλλά φοβόταν να του το πει. Η δυστυχία τελικά νίκησε τον φόβο της και τότε ήταν που άρπαξε μια φουρκέτα από τα μαλλιά της και κατάφερε να ξεκλειδώσει την πόρτα του σπιτιού. Έτρεξε πολύ, δίχως όμως να κοιτάξει ποτέ πίσω της. Οι γονείς της, έκπληκτοι άνοιξαν την πόρτα. Δεν είπαν τίποτα, γιατί την είδαν χαρούμενη και όπως κάθε γονιός θέλει το παιδί του να είναι ευτυχισμένο.
Μια άλλη μέρα έφτασε στο χωριό ένας άντρας, πολύ γεροδεμένος. Είδε την κοπέλα και ήθελε να την κάνει δική του. Χτύπησε την πόρτα με δύναμη και όταν του άνοιξαν οι γονείς της κοπέλας, ζήτησε να πάρει την κοπέλα μαζί του, στο τόπο του. Οι γονείς σαστισμένοι, κοίταξαν την κοπέλα. Εκείνη σκέφτηκε ότι αφού ο άντρας αυτός έχει δύναμη θα την προστατεύει και μαζί του θα είναι ασφαλής. Οι γονείς σαν είδαν να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της κοπέλας η χαρά, δεν είχαν λόγο να αρνηθούν. Και μια και δυο έφυγαν. Μόλις όμως πάτησαν το πόδι τους στο σπίτι του άντρα, εκείνος την έβαλε να φυλάει τα πρόβατα και τα κατσίκια του νυχθημερόν.
Κουραζόταν πολύ και ήταν τόσο δυστυχισμένη η κοπέλα. Αχ, πάλι ξεγελάστηκε! Ήθελε να φύγει, αλλά φοβόταν να του το πει. Η δυστυχία τελικά νίκησε τον φόβο της και άρπαξε ένα από τα άλογα του και έφυγε, δίχως να κοιτάξει ποτέ πίσω της. Οι γονείς της, έκπληκτοι άνοιξαν την πόρτα. Δεν είπαν τίποτα, γιατί την είδαν χαρούμενη και όπως κάθε γονιός θέλει το παιδί του να είναι ευτυχισμένο.
Οι μέρες περνούσαν τώρα γαλήνια. Μια βροχερή και κρύα νύχτα χτύπησε την πόρτα της οικογένειας ένας άγνωστος άντρας. Το πρόσωπο του δεν φαινόταν καλά. Ζήτησε μόνο ένα κομμάτι ξερό ψωμί και λίγο νερό. Αφού έκατσε λίγο, ευχαρίστησε την οικογένεια και σηκώθηκε να φύγει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η κοπέλα άνοιξε την πόρτα και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του. Τον ρώτησε θυμωμένη: Δεν θα μου ζητήσεις να έρθω μαζί σου; να με πάρεις στον τόπο σου; Εκείνος της απάντησε: Κάποια μέρα θα έρθεις να με βρεις εσύ, όταν θα είσαι έτοιμη. Και πώς θα σε αναγνωρίσω αφού δεν έχω δει ούτε το πρόσωπό σου καλά-καλά; είπε η κοπέλα όλο απορία. Ο άγνωστος άντρας τότε της είπε: η αλήθεια μέσα σου θα φωτίσει το πρόσωπο μου και θα με αναγνωρίσεις.
Οι άνθρωποι που πραγματικά αγαπάμε και μας αγαπούν, συγγενείς, φίλοι και σύντροφοι είναι ορατοί στο σκοτάδι, αρκεί να ανακαλύψουμε την αλήθεια μας και τον εαυτό μας, πρώτα. Τότε μόνο θα καταφέρουμε να αναγνωρίσουμε όλους τους αγαπημένους μας και να μην τους προσπεράσουμε.
Μια μέρα, περνούσε από το χωριό ένα παλικάρι, όμορφο πολύ. Σαν είδε την κοπέλα μας στο παραθύρι νόμιζε ότι την ερωτεύτηκε. Πλησίασε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα και ζήτησε από τους γονείς της να την γνωρίσει. Να μην τα πολυλογούμε, ζήτησε να την πάρει μαζί του, στον τόπο τον δικό του. Οι γονείς σαν είδαν να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της κόρης τους η χαρά, δεν είχαν λόγο να αρνηθούν. Και μια και δυο έφυγαν. Όταν, όμως, έφτασαν το παλικάρι κλείδωσε την κοπέλα μέσα στο σπίτι και έφυγε. Γύρισε μόνο την νύχτα στο σπίτι του, για να πέσει να κοιμηθεί. Αυτό γινόταν όλες τις ημέρες και η κακομοίρα η κοπέλα έκλαιγε όλη μέρα κι όλη νύχτα. Την ρωτούσε μόνο αν είχε ετοιμάσει φαγητό ή αν έπλυνε τα ρούχα του. Η κοπέλα ήθελε να φύγει, αλλά φοβόταν να του το πει. Η δυστυχία τελικά νίκησε τον φόβο της και τότε ήταν που άρπαξε μια φουρκέτα από τα μαλλιά της και κατάφερε να ξεκλειδώσει την πόρτα του σπιτιού. Έτρεξε πολύ, δίχως όμως να κοιτάξει ποτέ πίσω της. Οι γονείς της, έκπληκτοι άνοιξαν την πόρτα. Δεν είπαν τίποτα, γιατί την είδαν χαρούμενη και όπως κάθε γονιός θέλει το παιδί του να είναι ευτυχισμένο.
Μια άλλη μέρα έφτασε στο χωριό ένας άντρας, πολύ γεροδεμένος. Είδε την κοπέλα και ήθελε να την κάνει δική του. Χτύπησε την πόρτα με δύναμη και όταν του άνοιξαν οι γονείς της κοπέλας, ζήτησε να πάρει την κοπέλα μαζί του, στο τόπο του. Οι γονείς σαστισμένοι, κοίταξαν την κοπέλα. Εκείνη σκέφτηκε ότι αφού ο άντρας αυτός έχει δύναμη θα την προστατεύει και μαζί του θα είναι ασφαλής. Οι γονείς σαν είδαν να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της κοπέλας η χαρά, δεν είχαν λόγο να αρνηθούν. Και μια και δυο έφυγαν. Μόλις όμως πάτησαν το πόδι τους στο σπίτι του άντρα, εκείνος την έβαλε να φυλάει τα πρόβατα και τα κατσίκια του νυχθημερόν.
Κουραζόταν πολύ και ήταν τόσο δυστυχισμένη η κοπέλα. Αχ, πάλι ξεγελάστηκε! Ήθελε να φύγει, αλλά φοβόταν να του το πει. Η δυστυχία τελικά νίκησε τον φόβο της και άρπαξε ένα από τα άλογα του και έφυγε, δίχως να κοιτάξει ποτέ πίσω της. Οι γονείς της, έκπληκτοι άνοιξαν την πόρτα. Δεν είπαν τίποτα, γιατί την είδαν χαρούμενη και όπως κάθε γονιός θέλει το παιδί του να είναι ευτυχισμένο.
Οι μέρες περνούσαν τώρα γαλήνια. Μια βροχερή και κρύα νύχτα χτύπησε την πόρτα της οικογένειας ένας άγνωστος άντρας. Το πρόσωπο του δεν φαινόταν καλά. Ζήτησε μόνο ένα κομμάτι ξερό ψωμί και λίγο νερό. Αφού έκατσε λίγο, ευχαρίστησε την οικογένεια και σηκώθηκε να φύγει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η κοπέλα άνοιξε την πόρτα και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του. Τον ρώτησε θυμωμένη: Δεν θα μου ζητήσεις να έρθω μαζί σου; να με πάρεις στον τόπο σου; Εκείνος της απάντησε: Κάποια μέρα θα έρθεις να με βρεις εσύ, όταν θα είσαι έτοιμη. Και πώς θα σε αναγνωρίσω αφού δεν έχω δει ούτε το πρόσωπό σου καλά-καλά; είπε η κοπέλα όλο απορία. Ο άγνωστος άντρας τότε της είπε: η αλήθεια μέσα σου θα φωτίσει το πρόσωπο μου και θα με αναγνωρίσεις.
Οι άνθρωποι που πραγματικά αγαπάμε και μας αγαπούν, συγγενείς, φίλοι και σύντροφοι είναι ορατοί στο σκοτάδι, αρκεί να ανακαλύψουμε την αλήθεια μας και τον εαυτό μας, πρώτα. Τότε μόνο θα καταφέρουμε να αναγνωρίσουμε όλους τους αγαπημένους μας και να μην τους προσπεράσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου