Σε είδα όταν είχες στραμμένο το βλέμμα σου αλλού,
με πρόσεξες, μα δεν μίλησες γιατί ντρεπόσουν σαν παιδί.
Διάβαζες ένα βιβλίο και η φωνή σου με γέμιζε γαλήνη.
Mετά- όχι τυχαία-τα βλέμματα μας συναντήθηκαν και
τα χέρια μας σχεδιάζαν "τα ανείπωτα" πάνω σε ένα άσπρο χαρτί.
Τότε, για πρώτη φορά, με άφησες να σε νιώσω.
Ήρθα να σε βρω, αγνοώντας ότι ο κίνδυνος και η αυτοκαταστροφή μου παραμονεύουν.
Εσύ, άπλωσες μια νοητή κλωστή, έπλεξες με αυτήν μια γέφυρα και με κάλεσες πρός το μέρος σου.
Δεν ήξερα αν θα φτάσω ή αν θα πέσω, απλά το τόλμησα και ένιωσα ζωντανός.
Είδα μέσα σου κάτι από μένα, ίσως και συ.
Η επαφή ήταν "καθαρή" και αληθινή, μόνο το φως του ήλιου, που μας έλουζε, θα μπορούσε να κλείνει βίαια τα μάτια μας και όχι η ντροπή.
Η θάλασσα ήταν με το μέρος μας, ήρεμη και αγέρωχη. Δεν φοβόμουν τίποτα, μόνο τον εαυτό μου.
Ο κόσμος γύρω γέμιζε τον πίνακα και ο χρόνος είχε στραφεί εναντίον μας.
Το σώμα μου επιθυμούσε να συναντηθεί με το δικό σου για να νιώσει χορτασμένο. Δεν είχα όρεξη για τίποτα άλλο, είχα ξεχάσει την ανθρώπινη φύση μου. Έβγαινα με γνωστούς και φίλους και έπεφτα σε τοίχους και κενά, τα λόγια όλων "έμοιζαν" στα αυτιά μου σαν το θρόισμα των φύλλων που διέκοπτε την σκέψη μου για εσένα...εσένα...εσένα.
Τότε κατάλαβα πόσο εξαρτημένος ήμουν.
Τα μάτια μου πήραν το δικό σου χρώμα. Δεν είναι εύκολο να παίζεις κρυφτό.
Σου μίλησα όπως μόνο στον Θεό έχω μιλήσει.
Ο έρωτας, ούτως ή άλλως, με απογύμνωσε και ήταν για σένα τόσο λίγο να με διαβάσεις.
Αυτός ο έρωτας που λέξη με την λέξη και άγγιγμα με άγγιγμα μετουσιωνόταν σε αγάπη. Έβρισκα μέσα μου την αλήθεια του ανθρώπου.
Όταν πια έφυγα από κοντά σου ήμουν τυφλός, ήμουν σίγουρος ότι δεν θα περνούσα άλλες γέφυρες και δεν θα έβλεπα άλλες θάλασσες.
Αυτός είναι έρωτας!
με πρόσεξες, μα δεν μίλησες γιατί ντρεπόσουν σαν παιδί.
Διάβαζες ένα βιβλίο και η φωνή σου με γέμιζε γαλήνη.
Mετά- όχι τυχαία-τα βλέμματα μας συναντήθηκαν και
τα χέρια μας σχεδιάζαν "τα ανείπωτα" πάνω σε ένα άσπρο χαρτί.
Τότε, για πρώτη φορά, με άφησες να σε νιώσω.
Ήρθα να σε βρω, αγνοώντας ότι ο κίνδυνος και η αυτοκαταστροφή μου παραμονεύουν.
Εσύ, άπλωσες μια νοητή κλωστή, έπλεξες με αυτήν μια γέφυρα και με κάλεσες πρός το μέρος σου.
Δεν ήξερα αν θα φτάσω ή αν θα πέσω, απλά το τόλμησα και ένιωσα ζωντανός.
Είδα μέσα σου κάτι από μένα, ίσως και συ.
Η επαφή ήταν "καθαρή" και αληθινή, μόνο το φως του ήλιου, που μας έλουζε, θα μπορούσε να κλείνει βίαια τα μάτια μας και όχι η ντροπή.
Η θάλασσα ήταν με το μέρος μας, ήρεμη και αγέρωχη. Δεν φοβόμουν τίποτα, μόνο τον εαυτό μου.
Ο κόσμος γύρω γέμιζε τον πίνακα και ο χρόνος είχε στραφεί εναντίον μας.
Το σώμα μου επιθυμούσε να συναντηθεί με το δικό σου για να νιώσει χορτασμένο. Δεν είχα όρεξη για τίποτα άλλο, είχα ξεχάσει την ανθρώπινη φύση μου. Έβγαινα με γνωστούς και φίλους και έπεφτα σε τοίχους και κενά, τα λόγια όλων "έμοιζαν" στα αυτιά μου σαν το θρόισμα των φύλλων που διέκοπτε την σκέψη μου για εσένα...εσένα...εσένα.
Τότε κατάλαβα πόσο εξαρτημένος ήμουν.
Τα μάτια μου πήραν το δικό σου χρώμα. Δεν είναι εύκολο να παίζεις κρυφτό.
Σου μίλησα όπως μόνο στον Θεό έχω μιλήσει.
Ο έρωτας, ούτως ή άλλως, με απογύμνωσε και ήταν για σένα τόσο λίγο να με διαβάσεις.
Αυτός ο έρωτας που λέξη με την λέξη και άγγιγμα με άγγιγμα μετουσιωνόταν σε αγάπη. Έβρισκα μέσα μου την αλήθεια του ανθρώπου.
Όταν πια έφυγα από κοντά σου ήμουν τυφλός, ήμουν σίγουρος ότι δεν θα περνούσα άλλες γέφυρες και δεν θα έβλεπα άλλες θάλασσες.
Αυτός είναι έρωτας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου