Ζούσαν κάποτε σε ένα αγρόκτημα ένας σκύλος και ένας κόκορας. Ο σκύλος φυλούσε το σπίτι και ο κόκκορας λαλούσε κάθε πρωί με την ανατολή του ήλιου.
Ο σκύλος, όμως, που ήταν αρκετά υπερόπτης, έλεγε στον κόκορα "Και τι κάνεις εσύ; Λαλείς κάθε πρωί, σπουδαίο πράγμα! Κι αν πάλι δεν λαλούσες, δεν θα ξημέρωνε; Άσε που με ξυπνάς κάθε φορά και μένα από τα χαράματα! Σε λυπάμαι πραγματικά...Ενώ εγώ που προστατεύω τα αφεντικά μου με αγαπούν πολύ! Με χαϊδεύουν, μου δίνουν εκλεκτές λιχουδιές και παίζουν μαζί μου".
"Ναι," λέει ο κόκκορας "μπορεί να έχεις δίκιο αλλά κι εγώ βοηθάω τα αφεντικά. Είμαι το ξυπνητήρι τους. Τα ξυπνώ κάθε πρωί για να κάνουν τις δουλειές τους, ώστε να μην τους καίει ο ήλιος αργότερα...."
"Γαβ γαβ γαβ", γέλασε ο σκύλος! "Εσύ, όμως, όταν αφρατέψεις λίγο, θα γίνεις κόκορας κρασάτος σε κανένα γιορτινό τραπέζι και στη θέση σου θα μπει άλλος κόκκορας, πιο νέος και με καλύτερο λαρύγγι. Ουδείς αναντικατάστατος!"
Και έφυγε ο σκύλος περπατώντας στα νύχια των ποδιών του με υπερηφάνεια.
Ο κόκορας στενοχωρήθηκε λίγο από τα σκληρά λόγια του σκύλου αλλά δεν έδωσε και πολύ σημασία. Πήγε να κάνει παρέα στις κότες μέσα στο κοτέτσι για να του φύγει η θλίψη.
Μια μέρα, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, πλησίασαν το αγρόκτημα δυο κλέφτες, που είχαν βάλει στο μάτι εδώ και μέρες το τρακτέρ του αφεντικού. Ο σκύλος κοιμόταν, γιατί τριγυρνούσε όλο το βράδυ, και δεν πήρε χαμπάρι. Οι κλέφτες έβαλαν μπροστά την μηχανή του τρακτέρ για να φύγουν αλλά εκείνη την στιγμή (για καλή τύχη του αφεντικού) ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει και ο κόκορας ελάλησε. Ήταν, βλέπετε, καλοκαίρι και ξημέρωνε πιο νωρίς. Τι χαζοί αυτοί οι κλέφτες!
Ο σκύλος, όμως, που ήταν αρκετά υπερόπτης, έλεγε στον κόκορα "Και τι κάνεις εσύ; Λαλείς κάθε πρωί, σπουδαίο πράγμα! Κι αν πάλι δεν λαλούσες, δεν θα ξημέρωνε; Άσε που με ξυπνάς κάθε φορά και μένα από τα χαράματα! Σε λυπάμαι πραγματικά...Ενώ εγώ που προστατεύω τα αφεντικά μου με αγαπούν πολύ! Με χαϊδεύουν, μου δίνουν εκλεκτές λιχουδιές και παίζουν μαζί μου".
"Ναι," λέει ο κόκκορας "μπορεί να έχεις δίκιο αλλά κι εγώ βοηθάω τα αφεντικά. Είμαι το ξυπνητήρι τους. Τα ξυπνώ κάθε πρωί για να κάνουν τις δουλειές τους, ώστε να μην τους καίει ο ήλιος αργότερα...."
"Γαβ γαβ γαβ", γέλασε ο σκύλος! "Εσύ, όμως, όταν αφρατέψεις λίγο, θα γίνεις κόκορας κρασάτος σε κανένα γιορτινό τραπέζι και στη θέση σου θα μπει άλλος κόκκορας, πιο νέος και με καλύτερο λαρύγγι. Ουδείς αναντικατάστατος!"
Και έφυγε ο σκύλος περπατώντας στα νύχια των ποδιών του με υπερηφάνεια.
Ο κόκορας στενοχωρήθηκε λίγο από τα σκληρά λόγια του σκύλου αλλά δεν έδωσε και πολύ σημασία. Πήγε να κάνει παρέα στις κότες μέσα στο κοτέτσι για να του φύγει η θλίψη.
Μια μέρα, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, πλησίασαν το αγρόκτημα δυο κλέφτες, που είχαν βάλει στο μάτι εδώ και μέρες το τρακτέρ του αφεντικού. Ο σκύλος κοιμόταν, γιατί τριγυρνούσε όλο το βράδυ, και δεν πήρε χαμπάρι. Οι κλέφτες έβαλαν μπροστά την μηχανή του τρακτέρ για να φύγουν αλλά εκείνη την στιγμή (για καλή τύχη του αφεντικού) ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει και ο κόκορας ελάλησε. Ήταν, βλέπετε, καλοκαίρι και ξημέρωνε πιο νωρίς. Τι χαζοί αυτοί οι κλέφτες!