Powered By Blogger

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Όσο υπάρχει ο ήλιος

 Όσο υπάρχει ήλιος δεν φοβάμαι τίποτα

όσο υπάρχει ήλιος και τα μάτια μου τρεμοπαίζουν μέσα σε αυτόν, υπάρχει χαρά

όσο υπάρχει ήλιος και ξημερώνει μπορώ να ονειρεύομαι και να κοιμάμαι ήσυχα τα βράδια.


-Δεν θέλω τίποτα άλλο, μόνο ήλιο

κι ας γεμίζει η καρδιά μου με πόνο

κι ας γεμίζουν τα μάτια μου με δάκρυα

κι ας τρέμω τις απώλειες

κι ας τρέμω το αύριο. ΄Οσο το αύριο έχει έναν ήλιο δεν φοβάμαι τίποτα ή μάλλον παίρνω δύναμη!


-Όσο υπάρχει ήλιος υπάρχει ελπίδα

ψήλα στον ουρανό και σιμά στις ψυχές και στα πόδια των ανθρώπων.


-Όσο τα παιδιά ζωγραφίζουν κι ονειρεύονται τους ήλιους, τόσο αυτοί θα ανατέλλουν.

-Αρνούμαι να τραβήξω τις κουρτίνες, πρέπει να τον δω! Γιατί με ζεσταίνει από μέσα προς τα έξω κι από έξω προς τα μέσα. Κάνει τα μαγικά του!

Και μόνο όταν συνομιλώ με τον ήλιο βρίσκω φωτεινές απαντήσεις, άραγε γίνομαι ο ήλιος;

Να είμαστε οι ήλιοι για τους άλλους, να τους ζεσταίνουμε κι όχι να τους καίμε!


-Ξέρεις; ο ήλιος υπάρχει μέσα στην βροχή, απλά έχει μεταμορφωθεί σε ουράνιο τόξο. πήρε όλα τα χρώματα γιατί μόνο έτσι ταιριάζει στην ανθρωπότητα.


- Και στην ανατολή και στην δύση του αγκαλιάζει τις φωνές μας. Τις παίρνει και τις αφήνει για την επόμενη μέρα που θα έρθει. Παίρνει και τα μυστικά μας, αυτά που μοιραζόμαστε κι αυτά που τα κρατάμε και τα αφιερώνουμε σε αυτόν. 




Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Ο άνθρωπος που φούσκωνε μπαλόνια

Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος που φούσκωνε & ξεφούσκωνε. Η ανάσα του βαριά, έβγαινε σαν απόσταγμα από την ημέρα του. 
Σκεφτόταν ότι είχε λόγους να είναι στενοχώρημένος και άλυτες καταστάσεις, Ένιωθε ότι ήταν στο χείλος του γκρεμού.

Έτρωγε και φούσκωνε, έπινε νερό και ξεφούσκωνε.
Τόσο πολύ που το δωμάτιο γέμιζε με την ανάσα του και τον περικύκλωνε. Γινόταν στενό και αδηφάγο.

Δεν ήξερε από που ερχόταν αυτό το φούσκωμα κι όταν έψαχνε να βρει τους λόγους φούσκωνε κι άλλο!. Οι σκέψεις του έτρεχαν σαν άλογα  ιπποδρομίου που αγωνίζονται για το έπαθλο. Τα σενάρια; τα χειρότερα. Η βοήθεια για το στοίχημα μηδαμινή. 

Οι εκκρεμότητες -έλεγε- τον έπνιγαν. Και φούσκωνε και ξεφούσκωνε για να αναπνεύσει, έβγαινε στο μπαλκόνι να πάρει καθαρό αέρα & αισθανόταν για λίγο καλύτερα. Μέχρι που κι ο αέρας αυτός του έμοιαζε λίγος.
Πολλά, πολλαπλάσια.... του φαίνονταν τα προβλήματα του. Έψαχνε να πιαστεί από την άκρη ενός νήματος αλλά βραχυκύκλωνε. Και φούσκωνε και ξεφούσκωνε. 

Είχε πόνους, στο κεφάλι, στο στομάχι, στην καρδιά. Στα ζωτικά όργανα της αγάπης, της αφοσίωσης, του θυμού, της λύπης.  Οργανα που μας συνδέουν με τους Άλλους, στην σκέψη, στην τροφή, στην ενέργεια. 
Φούσκωνε και ξεφούσκωνε και πονούσε. 

Τον ευχαριστούσαν πλέον λίγα πράγματα. Ένιωθε κλεισμένος και κλειστός. Ακόμα κι αν ήταν με άλλους τριγύρω του φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Άλλες μέρες οι άλλοι τον καταλάβαιναν κι άλλες όχι.
Και προσπαθούσαν πολύ να τον βοηθήσουν αλλά δεν έμοιαζε να θέλει. Ήθελε όμως! Αλλά ήταν περισσότερο εξοικειωμένος με τον φόβο και το φούσκωμα παρά με την ανακούφιση που του χάριζαν οι άλλοι.

Κουρασμένος σωματικά και ψυχικά πολλές φορές κοιμόταν και αυτό του χάριζε στιγμές γαλήνης και παράδοσης σε καμία ανάγκη λύσης. Δεν χρειαζόταν να μάθει ή να κάνει κάτι. Δεν υπήρχε η απαίτηση.  
Μα και στα όνειρα φούσκωνε και ξεφούσκωνε και τότε ξυπνούσε ελπίζοντας ότι αυτή η μέρα θα ήταν διαφορετική.

Μια μέρα, περνούσε έξω από ένα μαγαζί γεμάτο πολύχρωμα μπαλόνια. Και φούσκωσε και ξεφούσκωσε γιατί σκέφτηκε ότι έτσι θα έπρεπε να ήταν η ζωή του! Γεμάτη και πολύχρωμη. Και φούσκωσε και ξεφούσκωσε από την στενοχώρια του.

Όμως, του ήρθε μια ιδέα!
Αγόρασε μπαλόνια, μεγάλα και μικρά, μονόρωμα, δίχρωμα και όλων των ειδών.  Και όλη την ημέρα φούσκωνε και φούσκωνε και φούσκωνε μπαλόνια! Μόνο φούσκωνε, δεν ξεφούσκωνε. Είχε βρεί έναν σκοπό που τον έκανε χαρούμενο μα και τόσο κουρασμένο που κοιμόταν  και ονειρευόταν κι άλλα μπαλόνια! 
Και είδε σε ένα όνειρο τον εαυτό του παιδί να πετάει πάνω σε μπαλόνια! Να φουσκώνει και να πετάει! Να γελάει και ξυπνούσε γελώντας.

Μπορούσε πλέον να αναπνέι και να χαρίζει μπαλόνια στους άλλους. 
Και το φούσκωμα του είχε γίνει τώρα μέσο για να φουσκώνει τα αγαπημένα του μπαλόνια,  μοιραζόταν την χαρά και την λύπη του. Μιλούσε στους άλλους για τις γαλήνιες και τις δύσκολες μέρες του.
Και έτσι γέμισαν τα σπίτια, οι πόλεις κι ο κόσμος ολάκερος μπαλόνια! Από έναν άνθρωπο που φούσκωνε από αγάπη και υπομονή.

*Αυτήν την ιστορία την εμπνεύστηκα από τις συνθήκες που βιώνουμε και την δύναμη που κρύβει ο καθένας μέσα μας.